μεταφορικά

μεταφορικά
μεταφορικός
apt at metaphors
neut nom/voc/acc pl
μεταφορικά̱ , μεταφορικός
apt at metaphors
fem nom/voc/acc dual
μεταφορικά̱ , μεταφορικός
apt at metaphors
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταφορικά — τα τα έξοδα μεταφοράς, τα κόμιστρα: Στην τιμή συμπεριλαμβάνονται και τα μεταφορικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταφορικάς — μεταφορικά̱ς , μεταφορικός apt at metaphors fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφορικός — ή, ό (Α μεταφορικός, ή, όν) [μεταφορά] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη μεταφορά ή αυτός που προσιδιάζει στη μεταφορά («μεταφορικό μέσο») 2. γραμμ. αυτός που εκφράζεται με μεταφορά, ο αλληγορικός («μεταφορική σημασία») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μεταφέρω — και μεταφέρνω (ΑΜ μεταφέρω, Μ και μεταφέρνω) 1. μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, διακομίζω («μετέφερα τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο») 2. (για κτήματα ή χρήματα) μεταγράφω από το όνομα τού παλαιού ιδιοκτήτη στο όνομα τού αγοραστή,… …   Dictionary of Greek

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • κολλησόψαρο — Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των εχενηιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Remora remora ή Echeneis remora. Το κ. όπως και τα υπόλοιπα είδη της τάξης των εχενηιδομόρφων ή δισκοκεφάλων φέρει στο κεφάλι του έναν χόνδρινο δίσκο σαν βεντούζα,… …   Dictionary of Greek

  • έλξη — η (AM ἕλξις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση νεοελλ. 1. ελκυστικότητα, γοητεία 2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως») …   Dictionary of Greek

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”